- αεροσυμπιεστής
- Μηχάνημα που συμπιέζει ατμοσφαιρικό αέρα ή κάποιο μεμονωμένο αέριο σε κλειστό χώρο, συνήθως κύλινδρο ή αεροθάλαμο. Ο πρώτος α. κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αι. Οι α. χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) χαμηλής πίεσης, όταν συμπιέζουν με πίεση έως 15 ατμόσφαιρες, β) μέσης πίεσης, όταν συμπιέζουν με πίεση 15-30 ατμόσφαιρες, γ) υψηλής πίεσης, όταν συμπιέζουν με πίεση μεγαλύτερη από 30 ατμόσφαιρες. Α. χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, σε πλοία, σε συνεργεία αυτοκινήτων και οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη συμπιεσμένων αερίων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι α. που χρησιμοποιούνται για τη γόμωση των καταδυτικών συσκευών. Είναι υψηλής πίεσης, πάνω από 150 ατμόσφαιρες, και συμπιέζουν στους κυλίνδρους, με τη βοήθεια κατάλληλων φίλτρων, καθαρό ατμοσφαιρικό αέρα. Υπάρχουν βενζινοκίνητοι, πετρελαιοκίνητοι, ηλεκτροκίνητοι και ατμοκίνητοι α. που διαφέρουν μεταξύ τους σε τιμή, απόδοση και μέγεθος.
Dictionary of Greek. 2013.